- χαμαιτύπη
- χᾰμαιτῠπ-η, ἡ,A harlot, strumpet, Timocl.22.2, Men.879, Sam.133, Theopomp.Hist.217 codd.Ath. (χαμαιτύπους codd. Plb.), Phld.Rh.1.236S., Ph.2.48, Plu.2.5b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιτύπη — χαμαιτύ̱πη , χαμαιτύπη harlot fem nom/voc sg (attic epic ionic) χαμαιτυπέω to be a prostitute pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χαμαιτυπέω to be a prostitute imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτύπη — ἡ, ΜΑ πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + τύπη, άλλος τ. τού τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη] … Dictionary of Greek
χαμαιτυπίς — ίδος, ἡ, Μ χαμαιτύπη*, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιτύπη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀρχοντ ίς)] … Dictionary of Greek
χαμαιτυπικός — ή, όν, ΜΑ [χαμαιτύπη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαμαιτύπη* ή στη χαμαιτυπία* … Dictionary of Greek
χαμαιτύπας — χαμαιτύ̱πᾱς , χαμαιτύπη harlot fem acc pl χαμαιτύ̱πᾱς , χαμαιτύπη harlot fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμαιτυπείο — το / χαμαιτυπεῑον, ΝΜΑ [χαμαιτύπη] οίκος ανοχής, μπορντέλο νεοελλ. συνεκδ. κάθε κακόφημο κέντρο … Dictionary of Greek
χαμαιτυπώ — έω, Α [χαμαιτύπη] είμαι πόρνη … Dictionary of Greek
χαμαιτύπος — ον, Α [χαμαιτύπη] 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαμαιτύπος κοράκι που συλλαμβάνει τη λεία του στο έδαφος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαιτύπος η πόρνη … Dictionary of Greek
χαμαιτύπαι — χαμαιτύ̱πᾱͅ , χαμαιτύπη harlot fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτύπαις — χαμαιτύ̱παις , χαμαιτύπη harlot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)